κασμίρι

κασμίρι
το (λ. τουρκ.), μάλλινο λεπτό ύφασμα για την κατασκευή ανδρικών ή γυναικείων εξωτερικών ρούχων: Αυτό είναι από κασμίρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κασμίρι — το μάλλινο λεπτό ύφασμα με το οποίο κατασκευάζονται ανδρικά ή γυναικεία εξωτερικά ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. cashmere (< Kashmir, περιοχή τής βόρειας Ινδικής Χερσονήσου) …   Dictionary of Greek

  • διευθυντήριο — (γαλλ. Directoire). Συνταγματικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε στην επαναστατική Γαλλία τον Οκτώβριο του 1795, με το σύνταγμα του επαναστατικού έτους ΙΙΙ, και διατηρήθηκε έως τον Νοέμβριο του 1799. Στην πραγματικότητα το Δ. ήταν ένας από τους… …   Dictionary of Greek

  • κασμιρένιος, -ια, -ιο — ο κατασκευασμένος από κασμίρι: Προτιμά τα κασμιρένια ρούχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”